διδακτορικός

διδακτορικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στον διδάκτορα ή τη διδακτορία («διδακτορικό δίπλωμα, διδακτορική διατριβή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή εκδ. 1833)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διδακτορικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο διδάκτορα: Εγκρίθηκε η διδακτορική διατριβή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”